Ινομυώματα
Τα ινομυώματα (ή λειομυώματα) αποτελούν καλοήθεις όγκους που εντοπίζονται στον μυικό χιτώνα του τοιχώματος της μήτρας (μυομήτριο). Απαρτίζονται από διογκωμένες λείες μυικές ίνες και ινώδη συνδετικό ιστό. Εμφανίζονται ιστολογικά ως διακριτές στρογγυλές μάζες, άσπρες ή στο χρώμα του δέρματος, που διαχωρίζονται σαφώς από τον γύρω ιστό της μήτρας. Μπορούν να βρίσκονται μέσα στο σώμα της μήτρας, στην εξωτερική της επιφάνεια, στον τράχηλο ή να κρέμονται από έναν μίσχο. Η διάγνωση των ινομυωμάτων συνήθως γίνεται μέσω του υπερηχογραφήματος, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις χρήζεται αναγκαίο η ασθενής να προβεί σε επιπλέον εξετάσεις όπως υστεροσκόπηση, υστεροσαλπιγγογραφία ή μαγνητική τομογραφία.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν :
- Δυσμηνόρροια
- Συχνοουρία
- Δυσκοιλιότητα
- Πόνο κατά την επαφή
- Προβλήματα γονιμότητας
Τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται κάποια θεραπεία για την αντιμετώπιση των ινομυωμάτων, επειδή δεν παρουσιάζουν συμπτώματα ή είναι μικρού μεγέθους, ωστόσο χρειάζεται παρακολούθηση. Σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα είναι έντονα ή το μέγεθος των ινομυωμάτων είναι μεγάλο χρειάζεται αντιμετώπιση με τους εξής τρόπους :
- Παυσίπονα σε περίπτωση έντονου πόνου.
- Ορμόνες που βοηθούν στη μείωση των ινομυωμάτων.
- Χειρουργική αφαίρεση όταν είναι μεγάλα και συμπιέζουν κύστη ή ορθό, όταν υπάρχει αιμοραγία και αναιμία, και όταν είναι αιτία υπογονιμότητας.
Τα ινομυώματα της μήτρας θεωρούνται οι πιο συχνοί καλοήθεις όγκοι της μήτρας και σε πολύ μικρό ποσοστό, 1%, μπορούν να εξελιχθούν σε κακοήθη σαρκώματα. Συναντούνται σε γυναίκες μικρής αναπαραγωγικής ηλικίας, αλλά και σε μεγαλύτερες γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της κύησης μπορεί να μεγαλώνουν. Υποστρέφουν όμως, συνήθως μετά τον τοκετό καθώς επίσης και στην εμμηνόπαυση λόγω της ελάττωσης των ορμονών.
Εικόνα:
Το μέγεθός τους ποικίλλει από μικρούς πυρήνες 0,5- 1 mm μέχρι πολλών εκατοστών, ώστε να καταλαμβάνουν όλη τη λεκάνη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις φθήνουν να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της άνω και κάτω κοιλίας. Υπάρχουν διάφοροι τύποι που ανάλογα με τη θέση της μήτρας που βρίσκονται χαρακτηρίζονται ως υποβλεννογόνια (στην κοιλότητα της μήτρας) ως υπορογόνια ( εξωτερική επιφάνεια της μήτρας), ενδοτοιχωματικά ινομυώματα (ανάμεσα στους συνδέσμους της μήτρας τεχθέντος), τα οποία είναι υποβλεννογόνιος με μίσχο και εξέρχονται από το τραχηλικό στόμιο μέσα στον κόλπο και μισχωτά υπορόγονια ινομυώματος (στην εξωτερική επιφάνεια που έχουν όμως μίσχο).
Αιτιολογία:
Άγνωστη. Φαίνεται να παίζει κάποιο ρόλο η κληρονομική προδιάθεση καθώς συχνά τα συναντάμε σε άτομα στην ίδια οικογένεια.
Συμπτώματα:
Τα κλινικά συμπτώματα ποικίλουν ανάλογα με την εντόπιση των ινομυωμάτων. Έτσι μπορεί να υπάρχουν αιμορραγίες κατά την περίοδο (μηνορραγίες) ή ενδιάμεσα των περιόδων μητρορραγoίες ή και τα δύο. Η απώλεια αίματος μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία. Άλλο σύμπτωμα είναι ο πόνος στην επαφή (δυσπαρεύνεια) ή πόνος στην περίοδο (δυσμηνόρροια), πόνος χαμηλά στην κοιλιά ή αίσθημα βάρους, οξύς πόνος όταν το ινομύωμα εκφυλίζεται ή φλεγμαίνει. Ανάλογα με τα πιεστικά φαινόμενα που μπορούν τα ινομυώματα να προκαλέσουν στους γύρω ιστούς, έχουμε ενοχλήσεις από την ουροδόχο κύστη (δυσουρία, υχνοουρία), ενοχλήσεις από την πίεση του εντέρου (π.χ. συσκοιλιότητα). Δεν είναι λίγες όμως οι περιπτώσεις που είναι ασυμπτωματικές κι ένα ή περισσότερα ινομυώματα βρίσκονται σε τυχαίο υπερηχογραφικό έλεγχο. Επίσης κάποια ινομυώματα που προβάλλου στην κοιλότητα της μήτρας (υποβλεννογόνια) ή μερικά που πιέζουν τις σάλπιγγες ή το τραχηλικό στόμιο μπορεί να προκαλέσουν είτε υπογονιμότητα είτε καθ’έξιν αποβολές.
Διάγνωση:
Γίνεται με βάση το ιστορικό (οικογενειακό, ατομικό), συμπτωματολογία, κλινική εξέταση και υπερηχογράφημα (ενδοκολπικό ή κοιλιακό).
Θεραπεία:
Εξατομικεύεται. Ανάλογα με την ηλικία της γυναίκας, τα συμπτώματα, την επιθυμία της για γονιμοποίηση πράττουμε αναλόγως. Μπορούμε απλώς να παρακολουθούμε ένα ινομύωμα και να επεμβαίνουμε σ’αυτό όταν αυξάνεται και παίρνει αρκετά μεγάλες διαστάσεις. Αν επηρεάζει τη γονιμότητα πρέπει να αφαιρείται. Αν η αύξησή του είναι ραγδαία (αυξημένος ρυθμός μιτώσεων) πρέπει να αφαιρείται για τον μικρό κίνδυνο να μεταλλαχθεί σε κακοηθές σάρκωμα. Ο γιατρός πάντα με σύνεση και ανάλογα με την περίπτωση προτείνει την κατάλληλη θεραπεία. Σήμερα η χειρουργική τους αντιμετώπιση γίνεται λαπαροσκοπικά πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. τεράστια ινομυώματα που γεμίζουν την κοιλότητα της κοιλιάς και πάντα με κύριο γνώμονα την διασφάλιση της υγείας της ασθενούς. Πολλές φορές χορηγούνται GnRU αναλόγως προεγχειρητικά προκειμένου να μειώσουμε τον όγκο υων ινομυωμάτων και επιπλέον να αποκαταστήσουμε τον αιματοκρίτη σε καλά επίπεδα.