Υπερηχογραφική παρακολούθηση εγκυμοσύνης
Από το 1958 που ο IAN DONALD χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τους υπέρηχους, στη Μαιευτική και στη Γυναικολογία έχει επιτευχθεί τέτοια πρόοδος ώστε οι εφαρμογές των υπερήχων να είναι από τις πιο χρήσιμες εξετάσεις για την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης και τον έλεγχο των έσω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.
Τις εξετάσεις με υπερήχους τις κατατάσσουμε ανάλογα με την έναρξη και την πρόοδο της εγκυμοσύνης ακολούθως:
1. Υπερηχογράφημα πρώτου τρίμηνου (5ης-14ης εβδομάδας)
Α. 5η- 11η εβδομάδα:
Ελέγχει τη θέση της κυήσεως (ενδομήτρια- εξωμήτρια), τον αριθμό των εμβρύων και την καρδιακή λειτουργία. Το υπερηχογράφημα του πρώτου τριμήνου προσδιορίζει την ηλικία της κυήσεως με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια συγκριτικά με το υπερηχογράφημα του δευτέρου ή τρίτου τριμήνου κυήσεως. Μεταξύ της 11ης και 14ης εβδομάδας της κυήσεως γίνεται έλεγχος της αυχενικής διαφάνειας ως μόνη εξέταση ή σε συνδυασμό με βιοχημικές παραμέτρους (free b- HCG & PAPP A) για τον έλεγχο του αυξημένου κινδύνου ύπαρξης χρωμοσωματικών ανωμαλιών. Στις περιπτώσεις που το αποτέλεσμα του προγεννητικού ελέγχου είναι αρνητικό δεν αποκλείεται η πιθανότητα του Συνδρόμου Down. Σημαίνει ότι ο σχετικός κίνδυνος για το ανωτέρω πρόβλημα είναι μικρός.
Β. 11η-14η εβδομάδα:
Έλεγχος αυχενικής διαφάνειας. Η ποσότητα του υγρού που παρατηρείται στο πίσω μέρος του αυχένα του εμβρύου κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, έχει επικρατήσει διεθνώς να λέγεται nuchal translucency και στα ελληνικά μεταφράζεται αυχενική διαφάνεια. Η αύξηση της αυχενικής διαφάνειας συνδυάζεται με αύξηση του κινδύνου να έχει ένα έμβρυο χρωμοσωματική ανωμαλία και αυξάνεται με την ηλικία της μητέρας. Έχει βρεθεί ότι συνδυάζοντας τον κίνδυνο που έχει κάθε γυναίκα να έχει έμβρυο με χρωμοσωματική ανωμαλία, ανάλογα με την ηλικία της, με το μέγεθος της αυχενικής διαφάνειας μπορούμε να υπολογίσουμε τον κίνδυνο για χρωμοσωματική ανωμαλία σε ένα ποσοστό 80% με 5% ψευδώς θετικό αποτέλεσμα. Κατά την εξέταση αυτή, εκτός από την αυχενική διαφάνεια και πιθανή ύπαρξη μερικών από τις ανωμαλίες διάπλασης, που μπορεί να εμφανιστούν στο πρώτο τρίμηνο. Η αυχενική διαφάνεια μπορεί να συνδυαστεί με τη μέτρηση του PAPP-A και της β-χοριακής με αποτέλεσμα να αυξάνει η δυνατότητα ανίχνευσης του κινδύνου για χρωμοσωματική ανωμαλία.
2. Ανιχνευτικό υπερηχογράφημα χρωμοσωματικών- ανωμαλιών (3,5- 4,5μηνών ή 15ης-20ης εβδ.)
Εξειδικευμένο υπερηχογράφημα γίνεται μόνο σε αυτήν την ηλικία κυήσεως. Στόχος του είναι η αξιολόγηση υπερηχογραφικών δεικτών που σχετίζονται με χρωμοσωματικές- γενετικές ανωμαλίες, όπως η αυχενική πτυχή. Ανιχνεύει κυήσεις με αυξημένο κίνδυνο, για σύνδρομο DOWN και άλλες τρισωμίες. Πραγματοποιείται σε όλες τις εγκύους. Συμπληρώνεται πάντα με ειδικές αιματολογικές εξετάσεις που γίνονται στην ίδια ηλικία κυήσεως, την οιστριόλη, την β- χοριακή γοναδοτροπίνη και την α- εμβρυική πρωτεινη.
3. Υπερηχογράφημα ελέγχου ανωμαλιών της διαπλάσεως του εμβρύου (4,5- 5,5 μηνών ή 20ης- 24η εβδ.)
Γίνεται λίγο μετά το μισό της κυήσεως επειδή τότε οι διαστάσεις του εμβρύου και η σχέση μεταξύ εμβρύου και αμνιακού υγρού είναι καταλληλότερες για την ανίχνευση αρκετών συγγενών ανωμαλιών που έχουν εμφανιστεί μέχρι αυτή την ηλικία της κυήσεως. Δυστυχώς όμως, πολλές περιπτώσεις παρουσιάζονται ή εξελίσσονται αργά στην εγκυμοσύνη ή και μετά τη γέννηση. Το υπερηχογράφημα ποτέ δεν μπορεί να είναι τέλειο για τη διάγνωση ανωμαλιών διάπλασης γιατί υπάρχουν τεχνικά προβλήματα, όπως η παχυσαρκία της μητέρας, οι πολλαπλές κυήσεις και η θέση του εμβρύου. Υπάρχει επίσης αδυναμία στην ανίχνευση διαφόρων ανωμαλιών από τους υπερήχους. Για τους παραπάνω λόγους το υπερηχογράφημα μπορεί να εντοπίσει το 74% από τις βαριές ανωμαλίες του εμβρύου και το 46% από τις ελαφρές συγγενείς ανωμαλίες. Γενικά από το σύνολο των συγγενών ανωμαλιών εντοπίζει το 55% περίπου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και εάν το υπερηχογράφημα είναι φυσιολογικό υπάρχει πιθανότητα το νεογνό να έχει ένα πρόβλημα.
4. Υπερηχογράφημα DOPPLER κυήσεως (7-9 μηνών ή 28ης- 40ης εβδ.)
Η εξέταση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας εξειδικευμένησς εφαρμογής υπερήχων ακίνδυνης για τη μητέρα και το παιδί. Θεωρείται διεθνώς μια από τις πιο σημαντικές επιτυχίες της σύγχρονης μαιευτικής. Αξιολογεί τις αντιστάσεις της μητροπλακουντιακής κυκλοφορίας δηλαδή την τροφοδοσία του εμβρύου, με σκοπό τη διάγνωση εμβρύων με αυξημένο κίνδυνο υπολειπόμενης αναπτύξεως. Μπορεί να γίνει προληπτικά σε κάθε έγκυο ή όταν υπάρχει ειδική ένδειξη όπως:
- Κλινική υποψία για έμβρυο υπολειπόμενου βάρους
- Υπέρταση- προεκλαμψία
- Διαβήτης
- Ελαττωμένο αμνιακό υγρό
5. Καρδιογράφημα Ηρεμίας εμβρύου (8-9 μηνών σπανίως νωρίτερα)
Το καρδιοτοκογράφημα Ηρεμίας (NN STRESS TEST- NST) άρχισε να εφαρμόζεται από το τέλος της δεκαετίας του 1960 και εξετάζει την καλή ή όχι κατάσταση του εμβρύου. Στοχεύει στην ανίχνευση της εμβρυικής υποξίας αφ’ ενός και την αντικειμενική επιβεβαίωση της καλής οξυγόνωσης του εμβρύου αφ’ετέρου. Γίνεται με τη βοήθεια καρδιοτοκογράφου και καταγράφονανται οι μεταβολές της καρδιακής συχνότητας του εμβρύου σε συνδυασμό με τις κινήσεις του και τις πιθανές αυτόματες μικροσυστολές της μήτρας. Αν είναι φυσιολογικό, η εξέταση επαναλαμβάνεται σε μια εβδομάδα ή και νωρίτερα αν χρειαστεί. Αν είναι παθολογικό συνίσταται πληρέστερος έλεγχος του εμβρύου με το βιοφυσικό προφίλ.
6. Υπερηχογράφημα ανάπτυξης εμβρύου (9-9 μηνών)
Στην περίοδο αυτή της εγκυμοσύνης εκτιμάται με τη βοήθεια αντιπροσωπευτικών μετρήσεων η ανάπτυξη και το πιθανό βάρος του εμβρύου κατά το χρόνο εξέτασης. Επίσης ελέγχεται το σχήμα και η προβολή του εμβρύου κατά το χρόνο εξέτασης. Επίσης ελέγχεται το σχήμα και η προβολή του εμβρύου, η θέση και η ωριμότητα του πλακούντα καθώς και η ποσότητα του αμνιακού υγρού. Οι πληροφορίες αυτές βοηθούν στην απόφαση για το πότε και πώς θα γίνει ο τοκετός. Επισημαίνεται ότι οι διαστάσεις και η θέση του εμβρύου στο τρίτο τρίμηνο είναι λιγότερο κατάλληλες γαι την εκτίμηση της ηλικίας και της διάπλασης του εμβρύου από το υπερηχογράφημα του Πρώτου Τριμήνου και το Υπερηχογράφημα Διαπλάσεως (4,5- 5,5 μηνών) αντίστοιχα.
7. Βιοφυσικό προφίλ (Biophysical Profile Score- bps)
Η ειδική αυτή υπερηχογραφική εξέταση γίνεται στο τρίτο τρίμηνο κυήσεως. Περιλαμβάβει εκτός από το καρδιοτοκογράφημα ηρεμίας (NST), την αξιολόγηση των αναπνευστικών κινήσεων, των κινήσεων του κορμού και των άκρων και τον μυικό τόνο του εμβρύου σε συνδυασμό με την ποσότητα του αμνιακού υγρού και την ωριμότητα του πλακούντα. Οι παράμετροι αυτοί ελέγχουν έμμεσα την οξυγόνωση του εμβρύου. Η εξέταση επαναλαμβάνεται σε μια εβδομάδα ή και νωρίτερα (σε παράταση ή διαβήτη). Προσδιορίζει τον πιθανό κίνδυνο για το έμβρυο έτσι ώστε να γίνουν οι πιο κατάλληλοι χιρισμοί για μια επιτυχημένη έκβαση της κυήσεως.