Εργαστηριακές εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου
Ο αρχικός έλεγχος της εγκυμοσύνης περιλαμβάνει μια ομάδα εργαστηριακών εξετάσεων που θα μας δώσουν χρήσιμες πληροφορίες για τη γενική κατάσταση της υγείας της εγκύου και θα αποκαλύψουν ή θα αποκλείσουν την ύπαρξη παθήσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές τόσο στην ίδια την έγκυο όσο και στη διάπλαση και ανάπτυξη του εμβρύου.
- Γενική αίματος: με τη γενική εξέταση αίματος ελέγχεται ο αριθμός και η μορφολογία των ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων, των αιμοπεταλίων, όπως και άλλων ειδικότερων παραμέτρων (αιμοσφαιρίνη, αιματοκρίτης, μέσος όγκος ερυθρών κλπ)
- Γενική ούρων: η σπουδαιότητά της συνίσταται στο ότι είναι σε θέση να αποκαλύψει την παρουσία κάποιας βλάβης του ουροποιητικού συστήματος και πιο συγκεκριμένα να προσφέρει μία εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας, να αποκαλύψει την ύπαρξη λοιμώξεων και συστηματικών παθήσεων.
- Ουρία αίματος: αύξηση του ποσού της ουρίας αίματος μπορεί να προέλθει από διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας, προνεφρικά αίτια, μετανεφρικά αίτια, αυξημένο καταβολισμό πρωτεϊνών.
- Σάκχαρο αίματος: η ύπαρξη του διαβήτη στην έγκυο αν δε διαγνωσθεί ή δε ρυθμιστεί σωστά είναι δυνατόν να προκαλέσει μεγάλα έμβρυα με αποτέλεσμα τη δυστοκία, ανώματα σχήματα και θέσεις εμβρύων στη μήτρα, πρόωρο τοκετό, φαινόμενα τοξιναιμίας, ενδομήτριο θάνατο του εμβρύου.
- Σίδηρος ορού αίματος: στην εγκυμοσύνη υπάρχει αυξημένη ανάγκη σιδήρου, έτσι ο προσδιορισμός των επιπέδων του στον ορό είναι επιβεβλημένος για να αντιμετωπισθούν τυχόν υπάρχοντα ελλείμματα.
- Ομάδα αίματος και RHESUS: είναι απαραίτητα για την ανάγκη της επείγουσας μετάγγισης.
- Έμμεση coombs: όταν η μητέρα είναι Rhesus αρνητική και ο πατέρας Rhesus θετικός, τότε υπάρχει η λεγόμενη ασυμβατότητα Rhesus. Η γνώση της ασυμβατότητας από την αρχή της εγκυμοσύνης και ο συχνός περιοδικός έλεγχος προλαμβάνουν τις περισσότερες φορές τη συγγενή αιμολυτική αναιμία ή τον πυρηνικό ίκτερο του νεογνού με μοιραία συνήθως κατάληξη.
- VDRL: γίνεται για τη διάγωση της παρουσίας ή μη της αφροδισίας νόσου, σύφιλης. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η μόλυνση του εμβρύου από τη μητέρα έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη συγγενούς σύφιλης. Πρώτο εύρημα της συγγενούς σύφιλης στα νεογνά είναι η ρινίτιδα. Άλλες εκδηλώσεις της νόσου είναι η αναιμία και ο ίκτερος. Ο θάνατος των νεογνών οφείλεται σε ηπατική ανεπάρκεια ή πνευμονική νόσο. Εάν γίνει θεραπεία της μητέρας τους τέσσερις πρώτους μήνες, το έμβρυο δεν προσβάλλεται από τη νόσο.
- Αιμολυτικός έλεγχος ή έλεγχος αιμοσφαιρινοπαθειών: οι εξετάσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη διάγνωση ποσοτικών (μεσογειακής αναιμίας) και ποιοτικών (δρεπανοκυτταρικής αναιμίας) αιμοσφαιρινοπαθειών ή των ασυμπτωματικών (ετεροζυγότες) φορέων αυτών. Οι ανωμαλίες αυτές είναι κληρονομικές και μεταβιβάζονται με τα σωματικά γονίδια.
- Αντισώματα λιστέριας: η λοίμωξη «λιστερίωση» οφείλεται στο βακτήριο λιστέρια μονοκυτταρογόνος και μπορεί να εμφανισθεί στον άνθρωπο με μια από τις ακόλουθες μορφές:
α) Λοιμώξεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης: Οι λοιμώξεις αυτές αφορούν την έγκυο γυναίκα και εμφανίζονται σε οποιοδήποτε στάδιο της εγκυμοσύνης, συχνότερα όμως στο τρίτο τρίμηνο. Η νόσος χαρακτηρίζεται από πυρετό και ρίγη. Σε ορισμένες περιπτώσεις η λοίμωξη της εγκύου οδηγεί την αποβολή του κυήματος.
β) Λοιμώξεις του εμβρύου: Η μεταφορά του μικροβίου από τον πλακούντα στο έμβρυο προκαλεί την εμφάνιση αποστημάτων ή κοκκιωμάτων σε διάφορα όργανα του εμβρύου όπως το ήπαρ, το σπλήνα, τον πνεύμονα κλπ.
γ) Άλλες λοιμώξεις: σηψαιμία, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, τραχηλική λεμφαδενίτιδα κλπ.
- Αντισώματα τοξοπλάσματος: σε περίπτωση που η μητέρα μολύνεται κατά την κύηση η λοίμωξη του εμβρύου (συγγενής τοξοπλασμάτωση) μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο του εμβρύου ή σε σοβαρές ανωμαλίες του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σε άλλες περιπτώσεις παρατηρείται χοριοαμφιβλητροειδίτιδα, ενδοεγκεφαλικές αποτιτανώσεις, ψυχοκινητικές διαταραχές και υδροκεφαλία. Η προγεννητική τοξοπλασμάτωση αποτελεί κύριο αίτιο τύφλωσης και άλλων συγγενών ανωμαλιών.
- Αντισώματα ερυθράς: η λοίμωξη από ερυθρά κατά την κύηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη λοίμωξη του πλακούντα και του εμβρύου. Ο ιός δεν καταστρέφει τα κύτταρα του εμβρύου αλλά επιβραδύνει το ρυθμό ανάπτυξής τους με αποτέλεσμα μικρότερο του φυσιολογικού αριθμό κυττάρων στα όργανα κατά τη γέννηση. Υψηλό ποσοστό κινδύνου (60 – 85%) παρατηρείται όταν η λοίμωξη συμβεί τις πρώτες 8 εβδομάδες της εγκυμοσύνης.
- Αντισώματα κυτταρομεγαλοιού (CMV): οι ενδομητρικές αυτές λοιμώξεις έχουν ενοχοποιηθεί ως πιθανά αίτια διανοητικής καθυστέρησης και απώλειας της ακοής. Η λοίμωξη διαγιγνώσκεται εργαστηριακά με την ανίχνευση των ειδικών IGM και IGG αντισωμάτων. Έτσι παρέχεται η δυνατότητα καθορισμού της ενεργού ή χρόνιας φάσης της νόσου.
- Αντιγόνο ηπατίτιδας Β (HBsAg):η κλινική εικόνας της ιογενούς ηπατίτιδας Β έχει ευρύ φάσμα εκδηλώσεων που κυμαίνεται από ασυμπτωματική λοίμωξη χωρίς ίκτερο μέχρι την κεραυνοβόλο ηπατίτιδα (σπάνια) που έχει και υψηλή θνητότητα.
- HCV – HIV: ο έλεγχος για αυτές τις σοβαρές ιογενείς λοιμώξεις είναι απαραίτητος διότι είναι δυνατή η κάθετη μετάδοση από τη μητέρα φορέα στο κύημα, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όσο και κατά τη διάρκεια του τοκετού.
- Μυκοπλάσματα τραχηλικού επιχρίσματος: η εξέταση του τραχηλικού υγρού για μυκόπλασμα περιορίζει σημαντικά τον κίνδυνο προσβολής του εμβρύου, αφού εφαρμοσθεί η κατάλληλη θεραπεία.
- Χλαμύδια τραχηλικού επιχρίσματος: η χλαμυδιακή λοίμωξη είναι δυνατόν να δημιουργήσει διάφορες φλεγμονές όπως: τράχωμα, επιπεφυκίτιδα, λεμφοκοκκίωμα, τραχηλίτιδα. Η πρόληψη της οφθαλμικής νόσου στα νεογέννητα εξαρτάται από τη διάγνωση και θεραπεία της εγκύου και του συντρόφου.
- Μοριακός έλεγχος κυστικής ίνωσης: η κυστική ίνωση είναι η δεύτερη σε συχνότητα γενετική ασθένεια μετά τη Μεσογειακή αναιμία. Ένα ζευγάρι φορέων της νόσου έχει 25% πιθανότητα να γεννήσει ένα άρρωστο παιδί.